- αινοδρυπτος
- αἰνόδρυπτοςαἰνό-δρυπτος2страшно избитый
(Theocr. - v. l. к ἁνιόδρυπτος и αἰνόθρυπτος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Theocr. - v. l. к ἁνιόδρυπτος и αἰνόθρυπτος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek
αἰνόδρυπτε — αἰνόδρυπτος terribly scarred masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινόθρυπτος — αἰνόθρυπτος, ον (Α) τρυφερός, οκνηρός, αργοκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης (για τα προβλήματα γραφής, σημασίας και ετυμολογίας τής λέξης βλ. αινόδρυπτος) … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek